- εντολοδότης
- ο , εντολοδότις (-ιδος) η1) тот, кто поручает, уполномочивает; 2) юр. доверитель; 3) лицо, отдающее приказ, распоряжение и т. п.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εντολοδότης — ο (θηλ. εντολοδότις) εντολέας … Dictionary of Greek
εντολοδότης — ο θηλ. ότρια 1. αυτός που δίνει εντολή, ο εντολέας. 2. (νομ.), αυτός που με δικαστική πράξη αναθέτει σε κάποιον (τον εντολοδόχο) την εκτέλεση πράξης ή πράξεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διατάκτης — ο (AM διατάκτης) αυτός που διατάζει, εντολοδότης νεοελλ. δημόσιος λειτουργός εξουσιοδοτημένος να εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το δημόσιο ταμείο ή δημοσιολογική αρχή που εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το δημόσιο ταμείο αρχ. αυτός που επιβάλλει… … Dictionary of Greek
εντολέας — ο (Μ ἐντολεύς) νεοελλ. αυτός που δίνει κάποια εντολή, ο εντολοδότης μσν. 1. ο πληρεξούσιος 2. (μετων.) η εντολή … Dictionary of Greek
εντολή — Σύμβαση, που ρυθμίζει κυρίως ο Αστικός Κώδικας αλλά αναπτύσσεται ιδιότυπα στο εμπορικό δίκαιο (εμπορικός αντιπρόσωπος). Ο χαρακτήρας της είναι προσωπικός και εμπιστευτικός. Ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να διεξάγει την υπόθεση που του αναθέτει ο… … Dictionary of Greek
εντολέας — ο πληθ. είς 1. αυτός που δίνει εντολή σε άλλον, που παραγγέλλει. 2. (νομ.), αυτός που αναθέτει σε άλλον τη διεξαγωγή κάποιας υπόθεσης, ο εντολοδότης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)